οπισθόκομος

οπισθόκομος
(opisthocomus cristatus). Πουλί με αρχαιοζωικά χαρακτηριστικά, μοναδικό είδος της οικογένειας των οπισθοκομιδών της τάξης των ορνιθόμορφων. Ο ο. έχει μήκος περίπου 60 εκ. και φέρει στο κεφάλι ένα λοφίο από λεπτά φτερά που ανορθώνονται· ζει κοντά στα νερά των δασών της Νότιας Αμερικής και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με καρπούς και φύλλα. Εξαιτίας των ανατομικών ιδιομορφιών του (στέρνο προικισμένο με τρόπιδα μόνο στο κατώτερο μέρος και παρουσία εκκολπωμάτων στο πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος, επενδυμένων εσωτερικά με κεράτινη ουσία) ο ο. θεωρείται ζωντανό απολίθωμα. Δεν τον κυνηγούν ούτε οι άνθρωποι ούτε τα ζώα, επειδή το κρέας του έχει άσχημη μυρωδιά και αηδιαστική γεύση. Στην κορυφή σχεδόν των πτερύγων οι νεοσσοί του ο. φέρουν ισχυρά νύχια (άλλο αρχαιοζωικό χαρακτηριστικό), με τα οποία γαντζώνονται στα δέντρα.
* * *
-η, -ο (Α ὀπισθόκομος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθόκομος
ζωολ. το μοναδικό γένος εξωτικών πτηνών τής οικογένειας cuculidae τής Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που έχει μακριά μαλλιά ριγμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. opisthocome].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀπισθόκομος — wearing the hair long behind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοκόμους — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοκόμων — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθόκομοι — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοκόμης — ὀπισθοκόμης, ου, ὁ (Α) οπισθόκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”